παλίνσκιον

παλίνσκιον
παλίνσκιος
shaded over again
masc/fem acc sg
παλίνσκιος
shaded over again
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλίνσκιος — ή παλίσκιος, ον (Α) 1. αυτός που σκιάζεται εκ νέου ή αυτός που έχει πυκνή σκιά («ἐλαῑαι οὐ... γίγνονται παλίνσκιοι», Αριστοτ.) 2. σκοτεινός, ζοφερός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίνσκιον τόπος που σκιάζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + σκιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”